αποφαντικος

αποφαντικος
    ἀποφαντικός
    ἀπο-φαντικός
    3
    1) утверждающий, заявляющий
    

(λόγος Arst.; λεκτά Sext.)

    2) грам. изъявительный
    

(ἔγκλισις)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "αποφαντικος" в других словарях:

  • ἀποφαντικός — categorical masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αποφαντικός — ή, ό (AM ἀποφαντικός, ή, όν) [αποφαίνω] 1. αυτός που αποφαίνεται θετικά 2. «ἀποφαντική ἔγκλιση» η οριστική νεοελλ. (ρητ.) «αποφαντικό σχήμα» σχήμα λόγου κατά το οποίο αποφαίνεται κάποιος δογματικά αρχ. μσν. ( ως) επίρρ. κατά τρόπο τελεσίδικο …   Dictionary of Greek

  • ἀποφαντικά — ἀποφαντικός categorical neut nom/voc/acc pl ἀποφαντικά̱ , ἀποφαντικός categorical fem nom/voc/acc dual ἀποφαντικά̱ , ἀποφαντικός categorical fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποφαντικώτερον — ἀποφαντικός categorical adverbial comp ἀποφαντικός categorical masc acc comp sg ἀποφαντικός categorical neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποφαντικῶν — ἀποφαντικός categorical fem gen pl ἀποφαντικός categorical masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποφαντικόν — ἀποφαντικός categorical masc acc sg ἀποφαντικός categorical neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποφαντικώτατα — ἀποφαντικός categorical adverbial superl ἀποφαντικός categorical neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποφαντικαί — ἀποφαντικός categorical fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποφαντικοῖς — ἀποφαντικός categorical masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποφαντικοί — ἀποφαντικός categorical masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποφαντικοῦ — ἀποφαντικός categorical masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»